- κολυμβος
- κόλυμβοςὅ1) Arph. = κολυμβίς См. κολυμβις2) ныряние, плавание Plat., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόλυμβος — *Mens. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek
πυγόπους — (κόλυμβος ο λοφιοφόρος – colymbus cristatus). Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των κολυμβομόρφων, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος και πιο τυπικός εκπρόσωπος. Το πουλί αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 53 εκ., έχει ογκώδη κορμό… … Dictionary of Greek
κολύμβοις — κόλυμβος *Mens. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβου — κόλυμβος *Mens. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβους — κόλυμβος *Mens. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβων — κόλυμβος *Mens. masc gen pl κολυμβάω dive imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κολυμβάω dive imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβως — κόλυμβος *Mens. masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβῳ — κόλυμβος *Mens. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβοι — κόλυμβος *Mens. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβον — κόλυμβος *Mens. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)